Φαναγόρα

Φαναγόρα
Φαναγόρᾱ , Φαναγόρης
masc nom/voc/acc dual
Φαναγόρᾱ , Φαναγόρης
masc voc sg (attic)
Φαναγόρᾱ , Φαναγόρης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φαναγόρας — Φαναγόρᾱς , Φαναγόρης masc acc pl Φαναγόρᾱς , Φαναγόρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαναγόραν — Φαναγόρᾱν , Φαναγόρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαναγορεία — Αρχαία ελληνική πόλη στην ασιατική ακτή του Κιμμερίου Βοσπόρου, απέναντι στο Παντικάπαιο. Ιδρύθηκε από τον Φαναγόρα από την Τέω, και έγινε πρωτεύουσα του έθνους των Βοσποριανών και σημαντικό εμπορικό κέντρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”